ἱκέτιδα

ἱκέτιδα
ἵκετις
fem acc sg
ἱκέτις
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ικέτης — ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, ιδος) αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία νεοελλ. αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί αρχ. αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον… …   Dictionary of Greek

  • ικέτης — ικέτης, ο και ικέτιδα, η 1. αυτός που ικετεύει: Πέφτω ικέτης στα πόδια σου. 2. εκείνος που, κατά την αρχαιότητα, κατέφευγε σε ναό και ζητούσε προστασία: Τους ικέτες τούς προστάτευεο Δίας. – «Ικέτιδες» (τραγωδία του Αισχύλου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”